-
1 старый
επ., βρ: стар, стара, старо; старше, старее κ. παλ. старее, старе; старейший.1. γέρος, γηραλέος•старый человек γέρος άνθρωπος.
2. βλ. стариковский.3. παρήλικος, που δεν αρμόζει στην ηλικία.4. παλιός, αρχαίος•старый университет παλιό πανεπιστήμιο•
старый долг παλιό χρέος•
-ая привычка παλιά συνήθεια•
старый прим παλιός (ξεπερσμένος) τρόπος.
|| έμπειρος, παλιός, παλαίμαχος.5. φθαρμένος• άχρηστος•-ое платье παλιό φόρεμα•
-ые книги παλιά βιβλία•
старый дом παλιόσπιτο.
|| προηγούμενος, προγενέστερος•старый адрес παλιά διεύθυνση•
старый картофель παλιά πατάτα•
-ые годы τα παλιά χρόνια•
-ые производственные отношения παλιές παραγωγγικές σχέσεις.
6. ουσ. -ое ουδ. το παλιό, τα παλιά•забывать -ое ξεχνώ τα παλιά•
борьба нового со старым πάλη του καινούργιου και του παλιού.
εκφρ.- ая вера – βλ. староверство• -ое вино παλιό κρασί•старый стиль – παλιό ημερολόγιο•старый и малый; стар и мал; и стар и мал – μεγάλοι και μικροί (όλες οι ηλικίες)•человек -го закала – άνθρωπος του παλιού καιρού, παλιών συνηθειών προγονολάτρης. -
2 зольник
1. (поддувало) η τεφροδόχος 2. кож. το ασβεστούχο υγρό. свежий - φρέσκο -, νωπό - 3. (ёмкость) η λεκάνη ασβεστίου зольность η περιεκτικότητα σε τέφρα зона 1. (определённое пространство, характеризующееся каким-л. общим признаком) η περιοχή, η ζώνη, το τμήμα* активная - (ядерного реактора) το ενεργό τμήμα, η ενεργητική ζώνη (του πυρηνικού αντιδραστήρα)- воспроизводства (ядерного реактора) η ζώνη αναπαραγωγής (του πυρηνικού αντιδραστήρα)запретная - απαγόρευσης, απαγορευτική -координатная (геод.) - των συντεταγμένων- молчания (ак.рад.) - σιγήςоколошовная (ев) - πλησίον της ραφής, κοντά στη ραφήпограничная - η μεθόριος, η συνοριακή ζώνη- размытости (тлв.) - θολότητας2. (на магнитной ленте) η ζώνη (της μαγνητικής ταινίας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > зольник
-
3 изъесть
-ст, -едят, παρλθ. χρ. изъел-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изъеденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ.μ.κατατρώγω, τρωγαλίζω, ροκανίζω•моль -ла мех ο σκόρος κατάφαγε τη γούνα•
жучок изъел мебель το σαράκι κατάφαγε τα έπιπλα•
муравьи в труху -ли старый пень τα μυρμήγκια κατάφαγαν το παλιό κούτσουρο.
|| (για οξέα) διαβιβρώσκω, τρώγω, φθείρω, χαλνώ•кислота -ла ткань το οξύ έφαγε το ύφασμα.
-
4 стиль
-я α.1. το στυλ (Τέχνης ή λόγου), ύφος λόγου•романтический стиль в литературе ρω-μαντικό στυλ στη λογοτεχνία•
готический γοτθικό στυλ•
древнегреческий стиль в архитектуре αρχαιοελληνικό στυλ αρχιτεκτον ικής•
газетный стиль το στυλ εφημερίδων•
лаконический λακωνικό στυλ•
стиль фельетона στυλ επιφυλλίδας.
2. τρόπος συμπεριφοράς, ομιλίας, ενδυμασίας κλπ. стиль руководства στυλ καθοδήγησης•модный стиль μοντέρνο στυλ•
у каждого есть свой стиль ο καθένας έχει το δικό του στυλ.
3. το σύστημα μέτρησης του χρόνου•старый стиль το παλιό ημερολόγιο•
новый ή грегорианский стиль το νέο (γρηγοριανό) ημερολόγιο.